πανάχραντος

πανάχραντος
παν-ά-χραντος, ganz unbefleckt

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανάχραντος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ πανάχραντος, ον) 1. εντελώς ακηλίδωτος, τελείως αμόλυντος, άσπιλος 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Πανάχραντος μία από τις συνηθέστερες προσωνυμίες τής Θεοτόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄχραντος] …   Dictionary of Greek

  • πανάχραντος — η, ο άσπιλος, ο ολότελα αγνός, αμόλυντος (κυρίως επίθ. της Θεοτόκου) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πανάσπιλος — πανάσπιλος, ον (Α) (για την Θεοτόκο) τελείως άσπιλος, πανάχραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄσπιλος] …   Dictionary of Greek

  • παναγής — (I) παναγής, ές (ΑΜ) αυτός που βαρύνεται από άγος, από ανίερη πράξη, μιαρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγής (< ἄγος «μίασμα»), πρβλ. δυσ αγής]. (II) παναγής, ές (Α) πάναγνος, ιερότατος, πανάχραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγής (< ἄγος… …   Dictionary of Greek

  • παναμόλυντος — παναμόλυντος, ον (Α) (για την Παρθένο) τελείως άσπιλος, πανάχραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀμόλυντος] …   Dictionary of Greek

  • παντάχραντος — ον, Α πανάχραντος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἄχραντος «αμόλυντος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”